- χώνεμα
- χώνεμα, το και χώνευμα, το, -ατος1. χώνεψη.2. στάχτιασμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κακοχώνευτος — η, ο 1. (για τροφές) αυτός που χωνεύεται δύσκολα, δυσκολοχώνευτος, δύσπεπτος 2. μτφ. α) (για ανθρώπους) φορτικός, ανυπόφορος, δυσάρεστος, δύστροπος β) (για λόγους ή πράγμ.) μη πιστευτός («κακοχώνευτη ψευτιά») γ. (για γνώση) δύσκολος, δύσκολα… … Dictionary of Greek
τήξη — Η μετάβαση μιας ουσίας από την κατάσταση του στερεού στην κατάσταση του υγρού. Κάθε ουσία κάτω από σταθερή πίεση έχει μια χαρακτηριστική θερμοκρασία τ. ή σημείο τήξης. Ο προσδιορισμός του σημείου τ. έχει μεγάλη σημασία στην οργανική χημεία για… … Dictionary of Greek
υπόρρυσις — ύσεως, ἡ, Α 1. υπόγειος οχετός, υπόνομος 2. ιατρ. αποξήρανση τών πληγών 3. μτφ. κατάπτωση, χώνεμα τής σάρκας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ρρυσις (< ῥύσις < ῥέω), πρβλ. περί ρρυσις] … Dictionary of Greek
χώνευμα — εύματος, το, ΝΜΑ, και χώνεμα Ν [χωνεύω] νεοελλ. 1. πέψη, χώνευση 2. (σχετικά με μέταλλα) τήξη 3. καύση διαφόρων αντικειμένων ώσπου να μετατραπούν σε στάχτη, αποτέφρωση μσν. αρχ. χυτό δημιούργημα … Dictionary of Greek
πέψη — η χώνεψη, χώνεμα των τροφών του στομαχιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)